- πολύσοφος
- -ον, ΜΑπολύ σοφός, πολύ συνετός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύσοφος — very wise masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσόφου — πολύσοφος very wise masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσοφοι — πολύσοφος very wise masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԻՄԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 1 419 Chronological Sequence: 10c, 14c ա. πολύσοφος valde sapiens Յոյժ իմաստուն. հանճարեղ. լի իմաստիւք՝ ոք կամ իմն. շատ խելացի. ... *Որպէս յաղթօղ բարի՝ բազմիմաստ. Նար. ՟Ծ՟Է: *Փառաւոր եւ երեւելի լինէր յաչս անհաւատիցն իւրով բազմիմաստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)